- συνόχωκα
- Α(επικ. αμτβ. παρακμ. τού συνέχω)1. είμαι συνδεδεμένος με κάποιον ή με κάτι («ὤμω ἐπὶ στῆθος συνοχωκότε», Ομ. Ιλ.)2. έχω καταρρεύσει («δέος δ' ἕλε πάντας Ἀχαιοὺς τείχεος ὡς ἤδη συνοχωκότος ἐν κονίῃσιν», Κόϊντ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Επικ. παρακμ. τού συνέχω, ο οποίος απαντά στα κείμενα στον τ. τής μτχ. με δυο μορφές: συνοχωκώς και συνοκωχώς. Ο τ. συν-οκ-ωχ-ώς έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα οχ- τού ἔχω* (πρβλ ὀχ-ή, ὀχ-μός) με αττ. αναδιπλασιασμό (πρβλ ἀκ-ήκ-οα, παρακμ. τού ἀκούω) και ανομοίωση τών δασέων (πρβλ. και ὀκωχή*). Ωστόσο, συχνότερα μαρτυρημένος είναι ο μορφολογικά δυσερμήνευτος τ. συνοχωκώς, για τον οποίο έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις. Κατά την επικρατέστερη, ο τ. συν-οχ-ω-κώς έχει σχηματιστεί < ετεροιωμένη βαθμίδα οχ- τού ἔχω (πρβλ. και ἐπ-ώχ-ατο, πιθ. υπερσ. τού ἐπέχω) + παρέκταση -ω-, ετεροιωμένη βαθμίδα τού -η- τού τ. σχήσω, μέλλ. τού ἔχω. Λιγότερο πιθανές, εξάλλου, θεωρούνται οι απόψεις όσων υποστηρίζουν ότι ο τ. είναι μτχ. παρακμ. ενός αμάρτυρου ρ. *συνοχῶ, -όω (< σύνοχος), καθώς και κάποιων που θεωρούν ότι ο τ. έχει σχηματιστεί μέσω ενός αμάρτυρου τ. μτχ. *συνοχώς (< συνέχω) με παρέκταση -ωκ- κατά τους παρακμ. σε -ωκα (πρβλ. μέ-μβλ-ωκα)].
Dictionary of Greek. 2013.